- λημματισμός
- λημματισμός, ὁ (Μ) [λημματίζω]κέρδος, ωφέλεια, απόκτημα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προλημματισμός — ὁ, Μ προπαρασκευαστική άσκηση στην ψαλμωδία. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + λημματισμός «κέρδος, ωφέλεια»] … Dictionary of Greek